ὀλιγαρχία

ὀλιγαρχία
ὀλῐγαρχ-ία, [dialect] Ion.
A

-ιη IG12(8).262.3

(Thasos, v B. C.), etc. : :—oligarchy, government in the hands of a few families or persons, Hdt.3.82, 5.92.β', etc. ; of the time of the Four Hundred, Th.8.72 ; or of the Thirty, And.1.99, Pl.Ap.32c ;

ἄκρατος ὀ. Arist.Pol.1273b37

, al., cf. Pl.R.550c sq., Plt.291e.
2 Ὀλιγαρχία, personified in a statue, Sch.Aeschin.1.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγαρχία — ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίᾳ — ὀλιγαρχίαι , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — η 1. και στους αρχαίους και σήμερα, είδος πολιτεύματος όπου κυβερνούν οι λίγοι και δυνατοί σε βάρος των πολλών και αδύνατων. 2. οι λίγοι δυνατοί: Οικονομική ολιγαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀλιγαρχίας — ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc pl ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαι — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαν — ὀλιγαρχίᾱν , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχιῶν — ὀλιγαρχία oligarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίαις — ὀλιγαρχία oligarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίη — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρχίην — ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”